φαρμακευτικον

φαρμακευτικον
    φαρμακευτικόν
    φαρμᾰκευτικόν
    τό целебное средство, лекарство Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαρμακευτικον" в других словарях:

  • φαρμακευτικόν — φαρμακευτικός of masc acc sg φαρμακευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • συνταγολόγιο — το, Ν 1. (φαρμ.) κατάλογος τών εγκεκριμένων φαρμάκων που μπορούν να συνταγογραφηθούν από το Εθνικό Σύστημα Υγείας ή από τους κλάδους υγείας τών διαφόρων ασφαλιστικών ταμείων 2. βιβλίο στο οποίο γράφονται οι συνταγές που εκτελούνται καθημερινά.… …   Dictionary of Greek

  • υδραργυραλοιφή — η, Ν (φαρμ.) αλοιφή που περιέχει υδράργυρο ή ενώσεις τού υδραργύρου και την οποία χρησιμοποιούσαν στη δερματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + αλοιφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Φαρμακευτικόν Δελτίον] …   Dictionary of Greek

  • Ζαβιτσάνος, Γεώργιος — I (1838 – 1893). Χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι. Αρχικά έγινε υφηγητής (1863) και αργότερα καθηγητής (1875) της φαρμακευτικής χημείας και συνταγολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής …   Dictionary of Greek

  • Σωρανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τη Μάλλο της Κιλικίας. Έζησε τον 4o ή 3o π.Χ. αιώνα. 2. Γιατρός από την Έφεσο. Έζησε στις αρχές του 2ου μ.Χ. αι. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και άσκησε το επάγγελμα στη Ρώμη. Ανάμεσα στα πολλά συγγράμματα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»